- ευμήκης
- ης, εύμηκες1) довольно длинный; 2) удлинённый, продолговатый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εὐμήκης — tall masc/fem acc pl (attic epic doric) εὐμήκης tall masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) εὐμήκης tall masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμήκης — ες (ΑΜ εὐμήκης, ες, Α δωρ. τ. εὐμάκης) 1. (για άνθρωπο) ψηλός, αυτός που έχει υψηλό ανάστημα («παρθένον εὐμήκη καὶ εὔχρουν», Αλκίφρ.) 2. ο εκτεταμένος κατά μήκος, ο μακρός, ο επιμήκης («καὶ ἀμπελῶνα θαυμαστὸν ἐποίησεν ἐκεῑσε τὸν ἔκαμε εὐσύνθετον … Dictionary of Greek
εὐμηκέστερον — εὐμήκης tall adverbial comp εὐμήκης tall masc acc comp sg εὐμήκης tall neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμήκει — εὐμήκης tall masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) εὐμήκης tall masc/fem/neut dat sg εὐμήκεϊ , εὐμήκης tall dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμήκη — εὐμήκης tall neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐμήκης tall masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐμήκης tall masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμηκεστάτων — εὐμήκης tall fem gen superl pl εὐμήκης tall masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμηκεστέρων — εὐμήκης tall fem gen comp pl εὐμήκης tall masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμηκέστατα — εὐμήκης tall adverbial superl εὐμήκης tall neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμηκέστατον — εὐμήκης tall masc acc superl sg εὐμήκης tall neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμῆκες — εὐμήκης tall masc/fem voc sg εὐμήκης tall neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμήκεα — εὐμήκης tall neut nom/voc/acc pl (epic ionic) εὐμήκης tall masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)